ομότιτθος

ομότιτθος
ὁμότιτθος, -ον (Α)
αυτός που ανατράφηκε από την ίδια τροφό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + τιτθος (< τίτθη «τροφός»), πρβλ. υπό-τιτθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὁμότιτθος — bred by the same nurse masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμότιτθον — ὁμότιτθος bred by the same nurse masc/fem acc sg ὁμότιτθος bred by the same nurse neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομότηθος — ὁμότηθος, ον (Α) (κατά τον Φώτ.) ομότιτθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τήθη «τροφός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”